- φλόμου
- φλόμοςmullein. Verbascum sinuatummasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππόφλομος — ἱππόφλομος, ὁ (Α) το φυτό άτροπος η δελεαστική, είδος μεγάλου φλόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φλόμος «το φυτό βερμπάσκον»] … Dictionary of Greek
δακτυλίτης — Γένος διετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριδών, με περίπου 25 είδη ιθαγενή της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας. Έχουν μεγάλα, συνήθως ακέραια φύλλα, επαλλάσσοντα ή σε δέσμες, καθώς και κόκκινα, κίτρινα ή λευκά άνθη σε … Dictionary of Greek